- ἀκραίου
- ἀκραί̱ου , ἀκραῖοςextremitiesmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τσέχος — ο, θηλ. Τσέχα, Ν 1. ο κάτοικος τής Τσεχίας ή αυτός που κατάγεται από την Τσεχία 2. φρ. «Τσέχοι Αδελφοί» οι οπαδοί τών τριών κλάδων τού ακραίου προτεσταντισμού που προήλθαν από την τσεχική μεταρρύθμιση τού 15ου αιώνα στη Βοημία και έχουν ως βασικό … Dictionary of Greek
αλλαγιάζω — 1. κάνω αλλαγή, μεταθέτω, μετατοπίζω (κυρίως αλλάζω τη στροφή βοδιών στο αλώνισμα για την ανακούφιση τού ακραίου, που μοχθεί περισσότερο) 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. αλλάζω τη θέση μου, μετατοπίζομαι και μτφ. ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
δεντρολίβανο — Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός. Είναι αειθαλής, φρυγανώδης θάμνος, πολύκλαδος και πυκνόφυλλος, με μικρά, γραμμοειδή φύλλα και περιτυλιγμένα χείλη, πράσινα στην πάνω πλευρά και… … Dictionary of Greek
εθνικισμός — Η προσήλωση σε μεγάλο βαθμό στο έθνος και στα εθνικά ιδανικά, που ορισμένες φορές συνοδεύεται από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης· εθνική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το έθνος υπερέχει από τα άλλα και οφείλει να προβάλλει… … Dictionary of Greek
ξεμάτιασμα — το [ξεματιάζω] 1. αφαίρεση τού άνω ακραίου τμήματος τού φλοιού τών κουκιών 2. απαλλαγή από τη βασκανία … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
τίγρης — (Ντιτζλέ τουρκικά, Ντίτζλα αραβικά). Ποταμός της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μεσοποταμία, που εκβάλλει στον Περσικό (ή Αραβικό) Κόλπο, αφού συμβάλει με τον Ευφράτη στην Κούρνα και σχηματίσει το Σατ αλ Άραμπ, ένα μεγάλους μήκους ποταμό (190 χλμ.), που … Dictionary of Greek
φώκια — Πτερυγιόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Η κοινή φ. (phoca vitulina) έχει ωοειδές κεφάλι, ζωηρά μάτια, επάνω χείλος μεγάλο και αρκετά ευκίνητο, εφοδιασμένο με μακριά λευκά μουστάκια. Δεν έχει ωτιαία πτερύγια… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Άλμκβιστ, Καρλ Γιόνας Λόβε — (Carl Jonas Love Almquist, 1793 – 1866). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου μελέτησε εντατικά τη φιλοσοφία του Σλάιερμαχερ, νυμφεύτηκε μια νέα χωρική και εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία στο… … Dictionary of Greek